- ξεκλειδώνω
- ξεκλειδώνω, ξεκλείδωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεκλειδώνω — 1. ανοίγω κάτι κλειδωμένο χρησιμοποιώντας κλειδί («ξεκλείδωσα την πόρτα») 2. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγομαι με κλειδί (α. «ξεκλειδώνει δύσκολα το μπαούλο» β. «δεν ξεκλειδώνεται εύκολα το ντουλάπι») 3. παραλύω, εξαρθρώνω 4. ναυτ. βγάζω τον πίρο… … Dictionary of Greek
ξεκλειδώνω — ξεκλείδωσα, ξεκλειδώθηκα, ξεκλειδωμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι με κλειδί: Ξεκλείδωσα την πόρτα. 2. αμτβ., ανοίγω, ξεκλειδώνομαι: Δεν ξεκλειδώνει το ντουλάπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκλείδωτος — η, ο [ξεκλειδώνω] 1. ακλείδωτος, ξεκλειδωμένος, ανοιχτός 2. αυτός που κινείται με ασυντόνιστες κινήσεις. επίρρ... ξεκλείδωτα ανασφάλιστα, ανοιχτά («άφησε ξεκλείδωτα και έφυγε») … Dictionary of Greek